εὐκαιροῦντας

εὐκαιροῦντας
εὐκαιρέω
have opportunity
pres part act masc acc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευκαιρώ — (ΑΜ εὐκαιρῶ, έω) [εύκαιρος] έχω ή βρίσκω ευκαιρία, έχω ελεύθερο χρόνο μσν. 1. είμαι ή μένω άδειος 2. πετυχαίνω μσν. αρχ. βρίσκομαι κάπου τυχαία αρχ. 1. ευτυχώ, ευημερώ («εὐκαιροῡντάς γε δὴ καὶ δυναμένους», Πολ.) 2. είμαι επίκαιρος 3. φρ. «εὐκαιρῶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”